- προκλητικός
- [проклитикос] «г. вызывающий, подстрекающий, провокаторский, провокационный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
προκλητικός — calling forth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικός — ή, ό / προκλητικός, ή, όν, ΝΑ [προκαλῶ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά») 2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο … Dictionary of Greek
προκλητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί: Προκλητική στάση. – Προκλητική διαγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκλητικά — προκλητικός calling forth neut nom/voc/acc pl προκλητικά̱ , προκλητικός calling forth fem nom/voc/acc dual προκλητικά̱ , προκλητικός calling forth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικώτερον — προκλητικός calling forth adverbial comp προκλητικός calling forth masc acc comp sg προκλητικός calling forth neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικόν — προκλητικός calling forth masc acc sg προκλητικός calling forth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικαί — προκλητικός calling forth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικοί — προκλητικός calling forth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητική — προκλητικός calling forth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικήν — προκλητικός calling forth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκλητικῶς — προκλητικός calling forth adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)